ὑποκηρύσσω

ὑποκηρύσσω
ὑποκηρ-ύσσω,
A proclaim by herald, c. inf. [tense] fut., PRev.Laws53.18 (iii B. C.), cf. AB312:—[voice] Med., have a thing proclaimed or cried, esp. for sale, Aeschin.3.41; σεαυτὸν ὑ. εἰς πάντας advertising yourself, Pl. Prt.349a;

σιωπὴν ὑ. D.H.9.48

: c. acc. et inf., J.AJ3.6.1.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • υποκηρύσσω — και αττ. τ. ὑποκηρύττω Α [κηρύσσω] 1. διακηρύσσω, αναγγέλλω με κήρυκα («ὑπεκήρυξε τὸ ὑπὸ τῷ κήρυκι τῷ δημοσίῳ στῆναι καὶ ποιῆσαί τι διὰ τοῡ κήρυκος φανερῶς», Ανέκδοτα Βεκκήρου) 2. μέσ. ὑποκηρύσσομαι εκθέτω κάτι σε δημοπρασία με κήρυκα… …   Dictionary of Greek

  • υποκήρυγμα — ύγματος, τὸ, Α [ὑποκηρύσσω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού ὑποκηρύσσω* …   Dictionary of Greek

  • ὑποκηρυξάμενοι — ὑποκηρῡξάμενοι , ὑποκηρύσσομαι aor part mid masc nom/voc pl ὑποκηρύσσω proclaim by herald aor part mid masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποκηρυξάμενος — ὑποκηρῡξάμενος , ὑποκηρύσσομαι aor part mid masc nom sg ὑποκηρύσσω proclaim by herald aor part mid masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποκηρύξασθαι — ὑποκηρύ̱ξασθαι , ὑποκηρύσσομαι aor inf mid ὑποκηρύσσω proclaim by herald aor inf mid …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποκηρύττοι — ὑποκηρύ̱ττοῑ , ὑποκηρύσσομαι pres opt act 3rd sg (attic) ὑποκηρύττοῑ , ὑποκηρύσσω proclaim by herald pres opt act 3rd sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”