υποκηρύσσω — και αττ. τ. ὑποκηρύττω Α [κηρύσσω] 1. διακηρύσσω, αναγγέλλω με κήρυκα («ὑπεκήρυξε τὸ ὑπὸ τῷ κήρυκι τῷ δημοσίῳ στῆναι καὶ ποιῆσαί τι διὰ τοῡ κήρυκος φανερῶς», Ανέκδοτα Βεκκήρου) 2. μέσ. ὑποκηρύσσομαι εκθέτω κάτι σε δημοπρασία με κήρυκα… … Dictionary of Greek
υποκήρυγμα — ύγματος, τὸ, Α [ὑποκηρύσσω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού ὑποκηρύσσω* … Dictionary of Greek
ὑποκηρυξάμενοι — ὑποκηρῡξάμενοι , ὑποκηρύσσομαι aor part mid masc nom/voc pl ὑποκηρύσσω proclaim by herald aor part mid masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποκηρυξάμενος — ὑποκηρῡξάμενος , ὑποκηρύσσομαι aor part mid masc nom sg ὑποκηρύσσω proclaim by herald aor part mid masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποκηρύξασθαι — ὑποκηρύ̱ξασθαι , ὑποκηρύσσομαι aor inf mid ὑποκηρύσσω proclaim by herald aor inf mid … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποκηρύττοι — ὑποκηρύ̱ττοῑ , ὑποκηρύσσομαι pres opt act 3rd sg (attic) ὑποκηρύττοῑ , ὑποκηρύσσω proclaim by herald pres opt act 3rd sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)